φασκίς

φασκίς
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού τ. δι-άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι-αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί τού σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση τών συμφώνων (πρβλ. φάσκον: σκάφος, βλ. λ. φάσκο). Εξάλλου, ο τ. φασκίς απαντά και σε άλλο ένα ερμήνευμα τού Ησύχ.: βοσκευταί
φασκίδες, ἀγκάλαι, όπου έχει τη σημ. «δεσμίδα δεμένη με σχοινί», σημ. η οποία οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για απόδοση τού λατ. fascis «δεσμίδα» (πρβλ. φάσκος, το) ή για ανεξάρτητο σχηματισμό τής Ελληνικής που αντιστοιχεί με τον λατ. αυτόν τ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”